δοίδυξ

δοίδυξ
δοίδυξ, -ῡκος
Grammatical information: m.
Meaning: `pestle' (Ar.).
Compounds: As first member in δοιδυκο-ποιός (Plu.) and in parodizing δοιδυκο-φόβα (Luc.)
Derivatives: Denomin. διαδοιδυκίζω `clench the fist as a p.' (Com. Adesp.), ἀναδοιδυκίζειν ἀναταράσσειν H. (EM).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: No etymology. The suffix -ῡκ- is typical of Pre-Greek (Beekes, Pre-Greek s.v.). o \< α before υ in the next syllable.
Page in Frisk: 1,404

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • δοίδυξ — δοῑδυξ ( υκος), ο (Α) γουδοχέρι, αλετρίβανος. [ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη τής καθημερινής γλώσσας με εκφραστικό αναδιπλασιασμό τής οποίας η ετυμολ. είναι άγνωστη] …   Dictionary of Greek

  • δοῖδυξ — pestle masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δοίδυκ' — δοί̱δυκα , δοῖδυξ pestle masc acc sg δοί̱δυκι , δοῖδυξ pestle masc dat sg δοί̱δυκε , δοῖδυξ pestle masc nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δοιδυκοποιός — δοιδυκοποιός, ο (Α) αυτός που κατασκευάζει γουδοχέρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < δοίδυξ ( κος) «γουδοχέρι» + ποιός < ποιώ] …   Dictionary of Greek

  • δοιδυκοφόβα — δοιδυκοφόβα, η (Α) (κωμ. λ. για την ποδάγρα) αυτή που φοβάται τον κρότο τού δοίδυκος, την ευκινησία τών ποδιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < δοίδυξ ( κος) «γουδοχέρι» + φοβούμαι] …   Dictionary of Greek

  • θυέστης — Μυθολογικό πρόσωπο. Αναφέρεται ότι ήταν γιος του Πέλοπα και της Ιπποδάμειας, αδελφός του Ατρέα, από τον οποίο κληρονόμησε το βασιλικό σκήπτρο των Μυκηνών και το κληροδότησε στον Αγαμέμνονα. Ο Ατρέας και ο Θ. σκότωσαν, με τη συνενοχή της μητέρας… …   Dictionary of Greek

  • δοιδύκοιν — δοῑδύκοιν , δοῖδυξ pestle masc gen/dat dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δοιδύκων — δοῑδύκων , δοῖδυξ pestle masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δοίδυκα — δοί̱δυκα , δοῖδυξ pestle masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δοίδυκας — δοί̱δυκας , δοῖδυξ pestle masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δοίδυκε — δοί̱δυκε , δοῖδυξ pestle masc nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”